καθαίρουσαν

καθαίρουσαν
καθαίρω
cleanse
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθαιροῦσαν — καθαιρέω take down pres part act fem acc sg (attic epic doric) καθαιρέω take down pres part act fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Παΐσιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Ιουνίου. II (1722 – 1798). Βούλγαρος συγγραφέας και μοναχός. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιο Όρος και έζησε για μεγάλο διάστημα στη μονή Ζωγράφου, όπου πήρε επίλεκτη θέση ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • πραιτοριανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτορα. 2. το αρσ. στον πληθ., πραιτοριανοί στρατιωτικά τάγματα της φρουράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με μεγάλη δύναμη, που τελικά καθαιρούσαν και αναγόρευαν αυτοκράτορες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”